λεπτοτέρᾳ

λεπτοτέρᾳ
λεπτοτέρᾱͅ , λεπτός
peeled
fem dat comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεπτοτέρα — λεπτοτέρᾱ , λεπτός peeled fem nom/voc/acc comp dual λεπτοτέρᾱ , λεπτός peeled fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτότερα — λεπτός peeled neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοτέρας — λεπτοτέρᾱς , λεπτός peeled fem acc comp pl λεπτοτέρᾱς , λεπτός peeled fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοτέραν — λεπτοτέρᾱν , λεπτός peeled fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • απόχυση — Μέθοδος που γίνεται σε υγρό κατασταλαγμένο, δηλαδή που έχει αυθόρμητα διαχωριστεί από ένα στερεό με την επίδραση της βαρύτητας. Αν σε ένα υγρό βρίσκονται στερεά σωματίδια σε αισθητές ποσότητες σαν αιώρημα σε ηρεμία, πρώτα διαχωρίζονται τα… …   Dictionary of Greek

  • δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… …   Dictionary of Greek

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • πείσις — (I) ἡ, Α 1. το πάθος, το νόσημα, η ασθένεια («πᾶν τὸ σῶμα αἰσθήσεται τὴν πεῑσιν», Ιπποκρ.) 2. στον πληθ. αἱ πείσεις μτφ. οι μέτριες και ευγενείς ορμές, τα λεπτότερα και πιο ήπια αισθήματα τού ανθρώπου («κινήσεις και πείσεις τής ψυχής», Φίλ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”